πελοποννησιακός

πελοποννησιακός
-ή, -ό / πελοποννησιακός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Πελοπόννησος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πελοπόννησο («πελοποννησιακός πόλεμος» — η μεγάλη εμφύλια σύρραξη ανάμεσα στη Σπάρτη και στην Αθήνα που έγινε από το 431 ώς το 404 π.Χ. και είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση τής αθηναϊκής ηγεμονίας και τη διάλυση τού κόσμου τής κλασικής ελληνικής πόλης).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Πελοποννησιακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους …   Dictionary of Greek

  • πελοποννησιακός — ή, ό αυτός που ανήκει στην Πελοπόννησο, της Πελοποννήσου, αλλιώς μοραΐτικος: Πελοποννησιακή Γερουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πελοποννησιακά — Πελοποννησιακός neut nom/voc/acc pl Πελοποννησιακά̱ , Πελοποννησιακός fem nom/voc/acc dual Πελοποννησιακά̱ , Πελοποννησιακός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοποννησιακῶν — Πελοποννησιακός fem gen pl Πελοποννησιακός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοποννησιακόν — Πελοποννησιακός masc acc sg Πελοποννησιακός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοποννησιακοῖς — Πελοποννησιακός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοποννησιακοῦ — Πελοποννησιακός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοποννησιακούς — Πελοποννησιακός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελοποννησιακῆς — Πελοποννησιακός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”