Πελοποννησιακός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακός πόλεμος — Ο μακρότερος και αιματηρότερος πόλεμος μεταξύ των ελληνικών κρατών της αρχαιότητας (431 – 404 π.Χ.). Σε αυτόν βρέθηκαν αντιμέτωπες οι δύο μεγαλύτερες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας, η Αθήνα και η Σπάρτη, πλαισιωμένες αντίστοιχα από τις συμμαχίες τους … Dictionary of Greek
πελοποννησιακός — ή, ό αυτός που ανήκει στην Πελοπόννησο, της Πελοποννήσου, αλλιώς μοραΐτικος: Πελοποννησιακή Γερουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πελοποννησιακά — Πελοποννησιακός neut nom/voc/acc pl Πελοποννησιακά̱ , Πελοποννησιακός fem nom/voc/acc dual Πελοποννησιακά̱ , Πελοποννησιακός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακῶν — Πελοποννησιακός fem gen pl Πελοποννησιακός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακόν — Πελοποννησιακός masc acc sg Πελοποννησιακός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακοῖς — Πελοποννησιακός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακοῦ — Πελοποννησιακός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακούς — Πελοποννησιακός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πελοποννησιακῆς — Πελοποννησιακός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)